Ο Νίκος Κούρκουλος ήταν ένας εμβληματικός ηθοποιός του ελληνικού θεάτρου, και ο απόλυτος Σταρ του Ελληνικού Κινηματογράφου στη χρυσή δεκαετία του ‘60, όταν μόνο το όνομα του αρκούσε για να έχει μια ταινία εισπρακτική επιτυχία. Αγαπημένο "παιδί" του Φιλοποίμενα Φίνου, ο οποίος του έτρεφε ιδιαίτερο σεβασμό τόσο για την υποκριτική του ικανότητα όσο και για το σπάνιο χαρακτήρα του.
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, στην περιοχή Ζωγράφου. Η μεγάλη του αγάπη ήταν ο αθλητισμός και ιδιαίτερα το ποδόσφαιρο. Όπως έχει πει ο ίδιος συναντήθηκε με το θέατρο τυχαία, όταν διάβασε κάποια βιβλία, τα οποία αποτελέσαν το εφαλτήριο για μία σχέση ζωής με το σανίδι. Το 1958 αποφοίτησε από τη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και την ίδια χρονιά εμφανίστηκε με τον θίασο Λαμπέτη–Χορν, στην «Κυρία με τις Καμέλιες», καθώς και στην περίφημη ταινία του Κακογιάννη «Το Τελευταίο Ψέμμα» (Φίνος Φιλμ - Δαμασκηνός/Μιχαηλίδης), δίπλα στην Έλλη Λαμπέτη. Είχε ήδη κάνει το κινηματογραφικό του ντεμπούτο στην ταινία «Ο Μπαρμπαγιάννης ο Κανατάς» ένα χρόνο πριν. Στο θέατρο προκάλεσε αίσθηση με την ερμηνεία του στο έργο «Η Μικρή μας Πόλη», το 1960. Ο Δαλιανίδης, εντυπωσιασμένος από το ταλέντο του Κούρκουλου, του δίνει πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία «Ο Κατήφορος», όπου ο νεαρός ηθοποιός κάνει θραύση ως ζεν πρεμιέ, δίπλα στην, επίσης εντυπωσιακή στο ντεμπούτο της, Ζωή Λάσκαρη. Η συνέχεια είναι πολύ παραγωγική με σημαντικές και ποιοτικές ερμηνείες είτε στο σανίδι, είτε στη μεγάλη οθόνη, που τον αναδεικνύουν γρήγορα σε λαμπερό πρωταγωνιστή του θεάτρου και του κινηματογράφου.
Στο θέατρο πρωταγωνιστεί σε μια πλειάδα αξιόλογων έργων του κλασικού διεθνούς ρεπερτορίου, όπως: «Πύργος» του Φραντς Κάφκα και «Ιούλιος Καίσαρ» του Σαίξπηρ (1964), «Ποτέ την Κυριακή» (Ίλια Ντάρλινγκ,1971) στις ΗΠΑ, σε σκηνοθεσία του Ζυλ Ντασέν - όπου κέρδισε την υποψηφιότητα για το βραβείο Tony το 1976, «Η Δίκη» του Κάφκα (1971), «Όπερα της Πεντάρας» (1975), «Γλάρος» του Τσέχωφ (1976), «Οιδίπους Τύραννος» (1982).
Το 1972, ο Νίκος Κούρκουλος συγκρότησε δικό του θίασο, και δύο χρόνια αργότερα ίδρυσε το θέατρο ΚΑΠΑ στην Κυψέλη, όπου στέγασε και τον θίασο του. Μέχρι και το 1992, ανέβασε πολύ γνωστά εργα του παγκοσμίου δραματολογίου όπως: «Όπερα της Πεντάρας» του Μπέρτολ Μπρεχτ (1975), τον «Γλάρο» του Τσέχωφ (1976), «Ψηλά από τη Γέφυρα» του Άρθουρ Μίλερ (1987) και πολλά άλλα. Το 1982 έπαιξε στον «Οιδίποδα Τύραννο», στην πρώτη σκηνοθεσία του Μίνου Βολωνάκη με το Εθνικό Θέατρο, στην Επίδαυρο.
Στον κινηματογράφο, αφήνει εποχή με τις ερμηνείες του, και προκαλεί πανικό στις αίθουσες που ασφυκτιούν από κόσμο. Καθιερώνεται σαν τον γενναίο, σκληρό, δίκαιο, ασυμβίβαστο και γοητευτικό άντρα, σε κοινωνικά και ιστορικά δράματα, και αποτελεί το πρότυπο τέτοιων χαρακτήρων. Έχει γυρίσει περίπου 40 ταινίες, τις 15 από αυτές στη Φίνος Φιλμ. Ξεχωρίζουν η «Λόλα» του Ντ. Δημόπουλου (1964), «Οι Αδίστακτοι» του Ντ. Κατσουρίδη (1965), «Το Χώμα Βάφτηκε Κόκκινο» - υποψήφιο για όσκαρ - του Β. Γεωργιάδη (1966), «Κατηγορώ τους Ανθρώπους» του Ντ. Δημόπουλου (1966), «Ορατότης Μηδέν» (1970) και «Κατάχρησις Εξουσίας» (1970) του Ν. Φώσκολου, «Ο Αστραπόγιαννος» του Ν. Τζήμα (1971), και «Η Δίκη των Δικαστών» του Π. Γλυκοφρύδη (1974).
Από το 1995 και ως το θάνατό του, το 2007, διετέλεσε καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου στο οποίο προσέφερε ανεκτίμητες, μοναδικές και ουσιαστικές υπηρεσίες: Δημιούργησε το «Παιδικό Στέκι», τη «Διεθνή Σκηνή», τη «Θερινή Ακαδημία Θεάτρου», την «Πειραματική Σκηνή», το «Εργαστήρι των Ηθοποιών», ενώ αναβάθμισε και τη Δραματική Σχολή του Εθνικού. Ίδρυσε ακόμη τον θίασο «Περιοδειών Αρχαίου Δράματος», με τον οποίο παρουσίασε πολλά έργα σε πόλεις της Ελλάδας και του εξωτερικού, και υλοποίησε το όραμα του υπογράφοντας εκ μέρους της πολιτείας, την ανάθεση του έργου για αποκατάσταση και εξοπλισμό του κτιριακού συγκροτήματος του Εθνικου.
Γιος του είναι ο ηθοποιός Άλκης Κούρκουλος.