Πηγή: Αχιλλέας Μαμάκης, Εφημερίδα Έθνος, Μάρτιος 1949
Αλλά περισσότερο και από τους ηθοποιούς αξίζουν θερμότατοι έπαινοι στον σκηνοθέτη και στον οπερατέρ κ. Χεπ, καθώς και εις τον κ. Φίνο που επεμελήθη τη φωνοληψία. Είνε αναντίρρητον, όπως είπα και εις την αρχή, ότι η «Τελευταία αποστολή» τεχνικώς αποτελεί ένα μεγάλο βήμα προόδου. Η φωτογραφία, οι φωτισμοί, ακόμη και στα εσωτερικά, έρχονται στιγμές που σε κάνουν να ξεχνάς ότι βλέπεις ελληνικό φιλμ. Είναι τέτοια η βελτίωσις, ώστε, ανεξαρτήτου σεναρίου, πρέπει οπωσδήποτε να ιδήτε αυτό το έργο, για να βοηθηθούν οι καλοί παραγωγοί εις την προσπάθεια ανόδου την οποία επιτελούν με τόση ευσυνειδησία.
Πηγή: Μάριος Πλωρίτης, Εφημερίδα Ελευθερία, Μάρτιος 1949
Πέρυσι είχαμε κατηγορήσει τους αξιόλογους κατά τα άλλα «Χαμένους άγγελους» για το θέμα τους, που παρουσίαζε μιαν έξω από την πραγματικότητα ελληνική κοινωνία. Φέτος, ο κ. Ν. Τσιφόρος διόρθωσε το λάθος του. Απαρνήθηκε τον υπόκοσμο και, και γυρεύοντας υλικό ελληνικό, στράφηκε όπως ήταν φυσικό, στην πιο κοντινή πολυώδυνη περίοδο της νεότερης ιστορίας μας: στην Κατοχή. Η εκλογή λοιπόν του θέματος ήταν αυτή τη φορά 100% σωστή. Μένει κι η εκτέλεση. Ο κ. Τσιφόρος τοποθέτησε την Κατοχή μέσα σε μια οικογένεια. Περιορίζει το φακό του στις επιδράσεις που είχε το τετράχρονο δράμα της δουλείας πάνω στο σπιτικό ενός Έλληνα αξιωματικού. Την πάλη των κατακτητών, των αντιστεκόμενων και των συνεργαζόμενων την κλείνει μέσα στους τοίχους ενός κηφισιώτικου σπιτιού. Δε δίνει το δράμα της κατοχής, αλλά το δράμα ενός σπιτιού στην Κατοχή. Περιορισμός μοιραίος, γιατί τα ελληνικά μέσα δεν του επιτρέπανε να απλωθεί και να δώσει κάπως γενικότερα την εικόνα της ελληνικής τραγωδίας. Άλλωστε, κι από τους ξένους, ελάχιστοι το καταφέρανε αυτό. Γιατί να ζητάμε λοιπόν από τον άγουρο ελληνικό κινηματογράφο το μείζον, όταν οι υπερώριμοι ξένοι βρίσκονται ακόμα στο έλασσον;